- φυτάριο
- το / φυτάριον, ΝΑυποκορ. νεοελλ. νεαρό φυτό, που προορίζεται για μεταφύτευση, φιντάνιαρχ.μικρό φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταφυτεύω — και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω) (γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση νεοελλ. 1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό 2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο… … Dictionary of Greek
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
φανερόγαμα — Ομάδα που περιλαμβάνει τα πιο εξελιγμένα φυτά, τα λεγόμενα «ανώτερα φυτά». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, σε αντιδιαστολή με τον όρο κρυπτόγαμα, που χαρακτηρίζει μια δεύτερη μεγάλη ομάδα φυτών· στις δύο αυτές ομάδες… … Dictionary of Greek